Του Ανδρέα Μαρολαχάκη
Προσπάθησα να ισορροπήσω το κορμί μου κόντρα στο σκαμπανέβασμα του πλοίου. Είχαν περάσει 17 μέρες απ' τη μέρα που εiχα μπαρκάρει κι ακόμη δεν ήμουν συνηθισμένος στο σκαμπανέβασμα του πλοίου.
- « Πρόσεχε το μπότζι!», άκουσα τον λοστρόμο να φωνάζει.
Πριν ακόμη προλάβω να μεταφράσω την προειδοποίησή του, το σκάφος έστριψε δεξιά, οπότε ο πλάγιος κυματισμός χτυπούσε απ' την αριστερή πλευρά σ' όλο το μήκος του πλοίου. Ένιωσα τη ναυτία να κυριαρχεί με άμεση απώλεια προσανατολισμού και το στόμα μου να γεμίζει με σάλια, ενώ μια σκοτοδίνη άρχισε να τυλίγει τα μάτια μου.
-«Κλείσε τα μάτια σου», άκουσα τον Νίκο από δίπλα μου να φωνάζει, ενώ συγχρόνως μ' έπιασε σφικτά απ' το δεξί μου μπράτσο και με καθοδηγούσε.
Ένιωσα απαίσια, ίσως γιατί δεν ήμουν σε θέση να ισορροπήσω πάνω στο κατάστρωμα. Ο Νίκος ήταν τζόβενο στο πλοίο, όπως κι εγώ, αλλά με αρκετά μεγαλύτερη προϋπηρεσία από μένα.
- « Κρατήσου, να γλιτώσουμε απ' το μπότζι (ταλάντευση )», μου είπε ξανά και συγχρόνως με οδηγούσε προς το κέντρο του καταστρώματος, όπου οι ταλαντώσεις ήταν σαφώς μικρότερες και λιγότερο επώδυνες.
Παρ' όλο που μου έλεγαν πως την ναυτία την ξεπερνάς μετά από τρεις-τέσσερις μέρες, εγώ μετά από τρεις βδομάδες είχα ακόμη πρόβλημα!
Πριν είκοσι μέρες περίπου, θέλοντας ν' αποφύγω κάποιους προσωπικούς δαίμονες, αποφάσισα να μπαρκάρω (χωρίς να συμβουλευτώ κανένα) σ' ένα εμπορικό πλοίο. Στην ουσία διάλεξα το πρώτο που με δέχτηκε κι έφευγε άμεσα απ' τον Πειραιά.
Μπάρκαρα με την ιδιότητα του ανειδίκευτου εργάτη, δηλαδή στη ναυτική ορολογία ήμουν μούτσος ή τζόβενο. Δεν είχα ενδιαφερθεί ούτε για τον μισθό ούτε για τις υποχρεώσεις που θα είχα πάνω στο πλοίο. Το μόνο που μ' ενδιέφερε ήταν να φύγω όσο πιο μακριά μπορούσα. Το εμπορικό ναυτικό ήταν η λύση που είχα στο μυαλό μου γιατί, ακόμη κι αν άλλαζα γνώμη, θα ήταν πολύ δύσκολο να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη. Οι πρώτες μέρες πάνω στο πλοίο ήταν κατατοπιστικές. Ανέλαβαν να μ' ενημερώσουν ο λοστρόμος και ο Νίκος, ένας μούτσος στην ηλικία μου αλλά με αρκετή προϋπηρεσία πάνω στα πλοία. Έτσι σαν παλαιότερος είχε την εμπειρία ώστε να με καθοδηγεί. Ο λοστρόμος, ένας άντρας σαράντα πέντε χρόνων περίπου ( αν και με τους ναυτικούς είναι πολύ δύσκολο να υπολογίσεις την ηλικία τους) είχε καταγωγή απ' την Κάσο και ήταν επικεφαλής του κατώτερου πληρώματος. Ήταν δηλαδή κάτι σαν επιστάτης. «Σκύλο της θάλασσας» τον αποκαλούσαν οι ναύτες! Αν και είχε μόνο στοιχειώδη μόρφωση, η αντίληψή του και οι γνώσεις του σχετικά με τη θάλασσα ήταν εκπληκτικές! Απ' ότι έμαθα ( με πληροφόρησε σχετικά ο Νίκος κυρίως) ταξίδευε από 15 χρόνων! Ο Νίκος ήταν απ' τα Χανιά κι ήταν περήφανος για τη Νέα Χώρα, μια περιοχή των Χανίων που εγώ μόνο ακουστά είχα.
Απ' τη στιγμή που μπήκαμε στο Πορτ Σάιντ και μέχρι να φτάσουμε στο Σουέζ δεν είχα κανένα πρόβλημα αστάθειας. Αυτό άρχισε να μ' ενοχλεί, όταν μπήκαμε στην Ερυθρά θάλασσα. Οι συνάδελφοι μ' έβλεπαν με συμπάθεια, χωρίς όμως να παραλείπουν να με κοροϊδεύουν ( καλοπροαίρετα συχνά, αλλά όχι πάντα) για την αδυναμία μου να περπατώ ακολουθώντας την κίνηση του σκάφους. Σαν όλους τους «πρωτάρηδες» έκανα μικρά, γρήγορα βήματα φέρνοντας το κορμί μου ανάλογα με την ταλάντωση και το πόδισμα (αλλαγή φοράς του ανέμου). Οι κράμπες που ένιωθα στο στομάχι μου ήταν πρωτόγνωρες! Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει έτσι! Η πιο δύσκολη περίπτωση ήταν όταν είχαμε τραβέρσο ( πλάγια κτυπήματα απ' τα κύματα ). Τότε η αστάθειά μου ξεπερνούσε κάθε όριο!
Πάνω στο πλοίο κύρια δουλειά μας ήταν να βάφουμε κάθε μεταλλική επιφάνεια μ' ένα πινέλο στο ένα χέρι κι ένα δοχείο με Μοράβια ( ειδικό χρώμα που προστάτευε τα μέταλλα απ' την αρμύρα) στο άλλο. Ήταν ένας διαρκής πόλεμος ενάντια στη σκουριά και στην άρμη και ξέραμε πως το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να προσπαθήσουμε να καθυστερήσουμε τη σίγουρη τελικά φθορά του πλοίου . Βασικά τη Μοράβια τη χρησιμοποιούσαμε για τα βρεχούμενα ( το μέρος του πλοίου που ήταν κάτω απ' την ίσαλο γραμμή ) όταν το πλοίο πήγαινε για καλαφάτισμα σε κάποιο νεώριο, αλλά μ' εντολή του καπετάνιου τη χρησιμοποιούσαμε και για κάθε μεταλλικό μέρος του πλοίου. Παρ' όλο που ο Νίκος πρόθυμα προσφερόταν να κάνει σκάντζα τη βάρδια μου όταν μ' έβλεπε να ταλαιπωρούμαι, εγώ πεισματικά δεν το δεχόμουν και υπέφερα αναλόγως.
Είχαν περάσει 17 μέρες απ' τη μέρα που είχα μπαρκάρει κι ακόμη δεν μπορούσα να συνηθίσω την ταλάντωση του πλοίου!Σκυφτός, για να μειώσω τις συνέπειες της ταλάντωσης, έκανα προσπάθεια να ισορροπήσω το κορμί μου κόντρα στο σκαμπανέβασμα του πλοίου. Προχώρησα λοιπόν με μικρά, αβέβαια βήματα προς το κεντρικό φουγάρο κι άρχισα ν' απλώνω τη Μοράβια πάνω στη λαμαρίνα του. Η μεγάλη του επιφάνεια διευκόλυνε τη δουλειά μου και οι στραβοπινελιές δεν δημιουργούσαν κανένα πρόβλημα, γιατί εύκολα διόρθωνα τα λάθη, ενώ ο Νίκος έβαφε σημεία που χρειαζόταν μεγαλύτερη τέχνη και λεπτοδουλειά.
Σταδιακά άρχιζα να συνηθίζω τη ζωή του ναύτη και σε μερικές περιπτώσεις να την απολαμβάνω κιόλας! Είχα «ξεψαρώσει» και σύντομα ανέβαινα σε σκάλες κι έβαφα με άνεση όλο και πιο δύσκολα σημεία! Ένα πρωινό, πριν η ζέστη γίνει αφόρητη, βάφαμε με τον Νίκο αμέριμνοι κι ο φίλος μου τραγουδούσε παράφωνα και φάλτσα: «Να φύγεις, στη μάνα σου να πας εσύ κι ο ναύτης π’ αγαπάς». Προφανώς δεν ήξερε τους υπόλοιπους στίχους και μονότονα επαναλάμβανε το ίδιο μοτίβο. Εγώ σιωπηλός έκανα τη δουλειά μου χαλαρά, χωρίς να του δίνω ιδιαίτερη σημασία. Όσο περνούσε η ώρα, η ζέστη γινόταν όλο και πιο έντονη, ενώ με μια ελαφριά βουή ένας ζεστός άνεμος ερχόταν απ' την πλευρά της Αφρικανικής ερήμου.
Κάποια στιγμή ανέβηκε ο λοστρόμος στο κατάστρωμα και ούρλιαζε: «Χαμσίνι! Το νου σας! Φυλαχτείτε !» Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε, όμως ο «τραγουδιστής» δίπλα μου σταμάτησε το τραγούδι και μ' άρπαξε απ' το χέρι και με τραβολογούσε προς στο εσωτερικό του πλοίου, πριν προλάβω να ρωτήσω οτιδήποτε.
Στο εσωτερικό του πλοίου είχαν μαζευτεί όλοι οι άνδρες που είχαν υπηρεσία στο κατάστρωμα και συγκεντρώθηκαν στο σαλόνι. Αμέσως έκλεισαν όλες οι θυρίδες του καταστρώματος, όπως και τα φινιστρίνια και όλοι γενικά οι αεραγωγοί.
Είχαμε αφήσει τα εργαλεία της δουλειάς μας και κουβεντιάζαμε προσπαθώντας να αξιολογήσουμε το γεγονός. Έτσι πληροφορήθηκα ότι ο Χαμσίνι ήταν ένας ανατολικός ζεστός άνεμος της ερήμου, που μετέφερε με δύναμη και ταχύτητα μεγάλες ποσότητες άμμου.
Ήδη αντιλαμβανόμουν την άμμο να κτυπά με θόρυβο τα τζάμια κι άλλα μέρη του πλοίου. Όλοι όσοι δεν είχαν εσωτερική βάρδια ή βάρδια στη γέφυρα μαζευτήκαμε στο σαλόνι και γρήγορα ένα ακαθόριστο βουητό από σκόρπιες κουβέντες πλανιόταν γύρω μου, χωρίς στην ουσία να μπορώ να συμμετάσχω σε καμιά συζήτηση. Στις ερωτήσεις που έκανα λάμβανα απαντήσεις, τις οποίες αξιολογούσα ανάλογα με τη βαρύτητα του λόγου που είχε ο καθένας που μου απαντούσε.
Έτσι πληροφορήθηκα μερικά πράγματα που αγνοούσα για τα καιρικά φαινόμενα της περιοχής. Στην Αφρική και στη δυτική Ασία φυσούσε ένας ζεστός άνεμος, που τον έλεγαν Χαμσίνι. Ήταν ανατολικός, καυτός άνεμος, που μετέφερε μεγάλες ποσότητες άμμου. Θυμήθηκα την αφρικανική σκόνη που κατά καιρούς μας ταλαιπωρούσε στην Κρήτη κι αναρωτήθηκα αν ήταν αποτέλεσμα κάποιου Χαμσίνι.
Ξαφνικά άκουσα γρατζουνίσματα μουσικού οργάνου. Γύρισα ξαφνιασμένος και είδα τον λοστρόμο καθισμένο σε μια καρέκλα, να έχει στα χέρια του μια λύρα που έμοιαζε πολύ με τις κρητικές λύρες που ήξερα απ' την παραμονή μου στην Κίσσαμο. Ήταν αχλαδόσχημη, με τη διαφορά πως το δοξάρι της είχε κουδουνάκια που ηχούσαν ανάλογα με τον ρυθμό του οργανοπαίχτη.
Αμέσως μια καινούργια ατμόσφαιρα δημιουργήθηκε μεταξύ του πληρώματος και πολλοί απ' τους άνδρες άρχισαν να μουρμουρίζουν το τραγούδι του λοστρόμου και το σίγουρο ήταν ότι ξεχάσαμε την ανησυχία μας για τον Χαμσίνι που σφυροκοπούσε πλευρικά το σκάφος.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσο κράτησε η κακοκαιρία. Θυμάμαι όμως πως το πλοίο ταξίδευε με αρκετά μικρότερη ταχύτητα απ' τη συνηθισμένη. Μόλις φτάσαμε σ' ευθεία γραμμή με το κέρας της Αφρικής κι έχοντας στ' αριστερά μας το Άντεν, η κακοκαιρία έχασε τη δυναμική της και σταδιακά έφτασε στα φυσιολογικά όρια.
Το εστιατόριο είχε γίνει σημείο συγκέντρωσης για το πλήρωμα και χώρος για εκδηλώσεις κι όχι μόνο για φαγητό . Παρακολουθούσαμε ποδοσφαιρικούς αγώνες απ' το ραδιόφωνο με φανατισμό και τα ανάλογα πειράγματα αναλόγως του αποτελέσματος . Πολλές φορές ο λοστρόμος ανάγκαζε μ' επιμονή μερικά απ' τα μέλη του πληρώματος να δείξουν κάποιο ταλέντο που είχαν για τη διασκέδαση των υπολοίπων. Έτσι κάθε φορά ανακάλυπτα με έκπληξη όλο και κάποιο νέο τραγουδιστή ή οργανοπαίχτη! Έμεινα άφωνος, όταν ο γραμματικός (υποπλοίαρχος ) διάβασε κάποια ποιήματα ενός αγνώστου σε μένα ποιητή, που υπήρξε και συνάδελφός μας παλιότερα. Ένα απόγευμα Κυριακής μπροστά σ' όλους με φώναξε ο λοστρόμος κοντά στο πρόχειρο μικρόφωνο που έστηναν κάθε φορά που είχαμε εκδήλωση και είπε δυνατά πως ήταν η σειρά μου για να διασκεδάσω τους συντρόφους μου. Μ' έπιασε πανικός! Κανένα καλλιτεχνικό ταλέντο δεν είχα! Αν τραγουδούσα, ήμουν βέβαιος πως τα ποντίκια του πλοίου θα μας εγκατέλειπαν! Μετά από πιέσεις και ψιλογιουχαρίσματα πήρα θέση πίσω απ' το μικρόφωνο, με τον ιδρώτα να κυλάει κρύος απ' το σώμα μου.
Με το που ακούμπησα το μικρόφωνο, μου ήρθε αστραπιαία η έμπνευση! Άρχισα διστακτικά να εξιστορώ την ιστορία του Ιάσονα απ' την ελληνική μυθολογία. Όσο προχωρούσα στη διήγηση, γινόμουν όλο και πιο παραστατικός κι έβαζα στην υπόθεση λεπτομέρειες που μου ερχόταν εκείνη τη στιγμή στο μυαλό. Ήλπιζα πως θα με κατέβαζαν απ' την πρόχειρη εξέδρα, όπως συνέβαινε σε όσους δεν ήταν αρεστοί στο κοινό και θα γλίτωνα απ' τη δοκιμασία! Φαίνεται όμως πως η ιστορία και ο τρόπος που την διηγόμουν άρεσε στους υπολοίπους και με παρακολουθούσαν με προσοχή!
Όταν τελείωσα, έγινε για λίγο σιωπή και μετά ξέσπασαν σε χειροκροτήματα!
- «Είσαι γεννημένος παραμυθάς», μου είπε ο λοστρόμος.
Και μου έμεινε σαν παρατσούκλι σ' όλη τη διάρκεια της θητείας μου στο πλοίο. Όμως μου δημιούργησε και μια υποχρέωση: Σε κάθε συγκέντρωση απαιτούσαν να τους λέω και μια ιστορία. Έτσι ξεσκόνιζα τις γνώσεις μου στη μυθολογία και στην ιστορία, για να μπορώ ν' ανταπεξέλθω.
Θυμάμαι πως η ιστορία με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης απ' τους Φράγκους με επικεφαλής τον στρατηγό Στρατηγόπουλο τους εντυπωσίασε τόσο που, για αρκετή ώρα μετά το τέλος της αφήγησης, μου έκαναν ερωτήσεις κι απαντούσα όπως ήξερα ή όπως φανταζόμουν πως θα είχαν γίνει τα γεγονότα .
Ένα τέτοιο απόγευμα μετά την εκδήλωση ήρθε και κάθισε στην καρέκλα δίπλα μου ο Σερίφ. Ο Σερίφ ήταν Πομάκος απ' την ορεινή Ροδόπη. Ανήκε στο κατώτατο πλήρωμα και κύρια απασχόλησή του ήταν γενικά η καθαριότητα. Καθάριζε τα πάντα από τουαλέτες μέχρι μαγειρεία και σφουγγάριζε όλο το εσωτερικό του πλοίου!
-« Παραμυθά», μου είπε «μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;»
Στην καταφατική απάντησή μου συνέχισε.
- «Μπορείς να με μάθεις να γράφω;»
Πριν συνέλθω απ' την έκπληξή μου, συνέχισε να μου το ζητά χρησιμοποιώντας εκφράσεις, που μου φαίνονταν τουλάχιστον αστείες. Τελικά συμφώνησα κι ο Σερίφ, μόλις τελείωνε τις δουλειές του και είχα κι εγώ ελεύθερο χρόνο, ερχόταν να συναντηθούμε στο εστιατόριο για τα πρώτα μαθήματα. Αυτό με ανάγκασε να προσπαθήσω ν' ανασύρω απ' τη μνήμη μου όσα προσπαθούσε να μας μάθει η κυρία Αθηνά στο νηπιαγωγείο κι αργότερα η κυρία Πολυτίμη στην πρώτη και τη δευτέρα δημοτικού.
Ο Σερίφ αποδείχτηκε πολύ καλός μαθητής και γρήγορα έμαθε τα γράμματα της αλφαβήτας και σύντομα έγραφε τ' όνομά του. Αργότερα χρησιμοποιώντας τους τίτλους των εφημερίδων, που κατά καιρούς προμηθευόμασταν απ' τους πράκτορες της εταιρείας, έμαθε πολύ γρήγορα να διαβάζει και να γράφει με σχετική ευχέρεια. Αυτό μ' εντυπωσίασε και με χαροποίησε. Δεν ξέρω αν οφειλόταν στην αντίληψη του μαθητή μου ή στην ηλικία του. Όταν μια μέρα μου έδωσε ένα γράμμα που έγραψε για την οικογένειά του, έμεινα άναυδος με τη γραμματική και το συντακτικό που χρησιμοποίησε! Αυτός με περηφάνια μού έδειξε ένα λεξικό.
«Μου το χάρισε ο γραμματικός», είπε με καμάρι!